Ποιος ξέρει τι χρειάζονται ακόμη να δούνε οι… στρατηγικών ψύχραιμοι υπεύθυνοι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για να κατανοήσουν ότι η πολιτική που ασκούν στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας είναι απλά αδιέξοδες.
Η δήλωση στην οποία προχώρησε ο πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος της Τουρκίας, Ναμίκ Κεμάλ Ζεϊμπέκ, ήταν, χωρίς περιστροφές, ότι η χώρα μας «κατέχει παράνομα το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι», τα οποία ανήκουν στην Τουρκία, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάνης και βρετανικούς χάρτες του 1947.
Επιτέθηκε μάλιστα στην κυβέρνηση Ερντογάν λέγοντας ότι παραμένει σιωπηλή…Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτή την καταφανώς ψυχοπαθητική δήλωση την υπαγόρευσε η προεκλογική ανάγκη και ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός ηγέτης «παίζει το χαρτί» του εθνικισμού για να συσπειρώσει την εκλογική του πελατεία και ενδεχομένως να κερδίσει επιπρόσθετους ψηφοφόρους. Ωστόσο, για την Ελλάδα δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο λάθος από το να εφησυχάσει, υιοθετώντας τη συγκεκριμένη ερμηνεία. Τα πράγματα είναι καταφανώς πολύ πιο περίπλοκα.
Δεν θα μπούμε στον πειρασμό να εικάσουμε ότι ο συγκεκριμένος κύριος θα μπορούσε να αποτελεί «λαγό» διαφόρων πλευρών σε μια προσπάθεια να θέσει ένα νέο θέμα που θα μπει στην καθημερινή μας ατζέντα, η οποία έχει γεμίσει, κυριολεκτικά, από τις αναρίθμητες τουρκικές διεκδικήσεις επί των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Όταν όμως η γνωστή για το ρόλο της στα Ίμια «Χουριέτ» φροντίζει να δώσει «χρώμα» στην υπόθεση, ρωτώντας στο υπουργείο Εξωτερικών το οποίο δήλωσε με… μετριοπάθεια, ότι «δεν είναι βρε παιδιά σωστό να λέμε τέτοια πράγματα την ώρα που διαπραγματευόμαστε με τους Έλληνες»!
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών βέβαια αντέδρασε με σωστό γενικά – κατά τη γνώμη μας – τρόπο, με τον Γρηγόρη Δελαβέκουρα να αναφέρει ότι πρόκειται για δηλώσεις που συνιστούν «παραλήρημα άνευ προηγουμένου και ανάξιες σχολιασμού». Και συνεχίζει το ΥΠΕΞ, «τέτοιες ακραίες εθνικιστικές θέσεις, ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα και υπονομεύουν τις διμερείς σχέσεις, καθώς και τις προσπάθειες επίτευξης προόδου στο χρονίζον θέμα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Βούλησή μας παραμένει η πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με γνώμονα το σεβασμό του διεθνούς δικαίου και της εθνικής κυριαρχίας της κάθε χώρας. Βούληση που κατ’ επανάληψη έχει διακηρύξει ότι έχει η ηγεσία της γειτονικής χώρας».
Ο προκάτοχος της θέσεως του Γρ. Δελαβέκουρα και σήμερα Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Γιώργος Κουμουτσάκος, ανέφερε, ότι το θέμα θα πρέπει «να αντιμετωπιστεί ως άποψη δηλωτική μιας αντίληψης που επικρατεί σε ορισμένα τμήματα του πολιτικού κόσμου της Τουρκίας».
Αντί… κυριακάτικης γκρίνιας, θα απευθύνουμε έκκληση προς την ηγεσία της χώρας, τον Γιώργο Παπανδρέου, τον υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Δρούτσα και τον ευφυέστατο και σφαιρικά κατηρτισμένο υπουργό Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελο Βενιζέλο, να ξαναδούν τα ζητήματα της εξωτερικής και της αμυντικής πολιτικής της χώρας. Θεωρούμαι απλώς αδύνατο να μην αντιλαμβάνονται ότι σε – όχι και τόσο μεγάλο – βάθος χρόνου, οδηγούμαστε σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα αδιέξοδο και ότι οι συνέπειες μπορεί να αποδειχθούν δραματικές.
Θα πρέπει να αναθεωρηθεί η λογική που διέπει την πολιτική που ακολουθούν να αλλάξει άμεσα και ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί το υπαρκτό πρόβλημα της οικονομικής κρίσης, είναι να αντιμετωπίσουν τους εξοπλισμούς υπό ένα νέο πρίσμα, αυτό της οικονομικής ανάπτυξης. Αποτελούν έναν ακόμα της οικονομίας και η ορθολογικής διαχείρισή του μπορεί να φέρει σημαντικότατη ανάπτυξη, ενώ θα υπάρξει και μέγιστη «προστιθέμενη αξία» εάν αποφασίσουμε να συμβιβαστούμε με την… καταδίκη μας από τη γεωπολιτική πραγματικότητα και αντιληφθούμε ότι η ισχύς των Ενόπλων Δυνάμεων είναι και «εξαγώγιμο προϊόν» στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης.
Η Ελλάδα δεν μπορεί στο διηνεκές να συνεχίζει μόνο να ζητά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να βρει έναν τομέα στον οποίο να επιχειρήσει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο τομέας της ασφάλειας και της άμυνας αποτελεί συγκριτικό μας πλεονέκτημα και είναι απορίας άξιον πως δεν μπορεί να το αντιληφθεί η πολιτική ελίτ της χώρας.
Παράλληλα, επιτέλους, ας γίνει συνείδηση σε όλους, ότι δεν υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης του τουρκικού αναθεωρητισμού, παρά μόνον αυτός της ισχυρής και αξιόπιστης αποτροπής, μιας αποτροπής η οποία θα αρνείται τους στόχους στον αντίπαλο και θα είναι και σε θέση να τον τιμωρήσει παραδειγματικά εάν προχωρήσει πέρα από τα εσκαμμένα.
Η συγκυρία των αποκαλύψεων για τα σκάνδαλα του παρελθόντος πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία για την συνολική αλλαγή της νοοτροπίας. Έμφαση λοιπόν στην αμυντική βιομηχανία, στις συμπαραγωγές, στην μεταφορά τεχνογνωσίας, στην καινοτομία μέσω της ενίσχυσης της έρευνας από ελληνικά μυαλά που υπάρχουν σε αφθονία. Ταυτόχρονα, όχι εξοπλισμούς για τους εξοπλισμούς, αυστηρή ιεράρχηση των αναγκών (κάτι γίνεται σε αυτό τον τομέα) και άμεση έναρξη υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων, ιδιαίτερα κάποιων όπου το αποτρεπτικό αποτέλεσμα θα είναι δυσανάλογα μεγάλο και ισχυρό σε σχέση με το κόστος που θα καταβληθεί.
Ακούει κανείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου