Διαστάσεις ψύχωσης έχει λάβει η γερμανική φοβία να αποφευχθεί πάση θυσία η εμφάνιση πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, μια ψύχωση η οποία απηχεί την ιστορική μνήμη της γερμανικής ελίτ, η οποία όμως δυστυχώς τείνει να καταστεί αυτοκαταστροφική, ενώ θα οδηγήσει σε κατάρρευση και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με απλά λόγια, οι Γερμανοί φοβούνται να δώσουν το «πράσινο φως» στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να τυπώσει χρήμα, αφού η αύξηση στην κυκλοφορία του ευρώ εγείρει τον κίνδυνο εμφάνισης πληθωριστικών πιέσεων. Επειδή η κατάσταση που βιώνει η Ευρώπη προσομοιάζει με συνθήκες – οικονομικού – «πολέμου» οι Γερμανοί φοβούνται μην απολεσθεί ο έλεγχος και εμφανιστούν σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες θα υπονομεύσουν την υγεία της γερμανικής οικονομίας.
Το ιστορικό προηγούμενο το οποίο κατά πάσα βεβαιότητα αποτρέπει τους Γερμανούς από το να υιοθετήσουν τη λύση, είναι η περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επαχθείς όροι που επιβλήθηκαν στη Γερμανία και οι δυσβάσταχτες πολεμικές επανορθώσεις, οδήγησαν στη φημολογία ότι η χώρα σκοπίμως άφηνε το νόμισμά της, το μάρκο, να υποτιμάται συνεχώς, με σκοπό να πληθωρίσει το χρέος της. Αυτό, σύμφωνα με οικονομολόγους δεν είναι ακριβές, αφού είχε οριστεί ότι οι πληρωμές των πολεμικών επανορθώσεων θα γίνονταν με βάση την τιμή του χρυσού και όχι του μάρκου, ή εναλλακτικά σε ξένο νόμισμα όπως το δολάριο. Υπενθυμίζεται, ότι η Βρετανία που αντιλήφθηκε το πρόβλημα είχε προτείνει να δοθεί στη Γερμανία περίοδος χάριτος, με σκοπό να μπορέσει πρώτα να ανορθώσει την οικονομία της.
Αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των ιστορικών ότι ο τρομακτικός πληθωρισμός της περιόδου 1920-1923 και τα οικονομικά προβλήματα, συνέβαλαν τα μέγιστα στην άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών και του Χίτλερ στην εξουσία, άρα και σε όσα δραματικά ακολούθησαν. Κατά συνέπεια, οι τραυματικές ιστορικές μνήμες φαίνεται ότι επηρεάζουν τη γερμανική σκέψη καθοριστικά.
Οι διαφορές όμως είναι μεγάλες.
Η Γερμανία δεν βγαίνει από περιπέτεια σήμερα, αλλά αντιθέτως βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση, όντας ωφελημένη τα μέγιστα από την προβληματική σήμερα Ευρωζώνη. Επίσης, τα προβλήματα με τον πληθωρισμό στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μπορούν να αναζητηθούν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν και ο Κάιζερ αποφάσισε να αποσυνδέσει το μάρκο από τον χρυσό και να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο μέσω διεθνούς δανεισμού, ενώ αντίθετα η Γαλλία εισήγαγε φορολογία για τη χρηματοδότησή του. Η υποχώρηση για παράδειγμα του μάρκου έναντι του δολαρίου συνεχιζόταν καθόλη τη διάρκεια του Α’ ΠΠ για να συνεχιστεί και να κλιμακωθεί σοβαρά μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) η οποία τερμάτισε τον πόλεμο.
Στον αντίποδα, η Γερμανία έχει μείνει ουσιαστικά χωρίς επιλογές, αφού όλοι σχεδόν οι εταίροι της στην Ευρωζώνη, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, αντιμετωπίζουν προβλήματα με το έλλειμμα και το χρέος. Η Ισπανία δείχνει και επισήμως να αποτελεί τον επόμενο στόχο των κερδοσκοπικών πιέσεων, η Ιταλία βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση, ενώ και η Γαλλία έχει λάβει προειδοποιήσεις, ενώ αυξάνεται ανησυχητικά το κόστος δανεισμού της.
Οι Γερμανοί θα πρέπει να αποφασίσουν με γενναιότητα και το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον: τυχόν λανθασμένη απόφαση θα πλήξει νομοτελειακά και τους ίδιους, αφού τα προϊόντα τους, οι εξαγωγές τους, δεν θα πληγούν μόνο στην Ευρωζώνη. Από την κρίση θα πληγούν η Ινδία και η Κίνα, με αποτέλεσμα να γενικευθεί η κρίση και να συμπαρασύρει υγιείς και μη οικονομίες, προκαλώντας παγκόσμια κρίση.
Χωρίς να διαθέτουμε την εξειδικευμένη γνώση κάποιου διαπρεπούς οικονομολόγου, διαισθανόμαστε ότι η λύση βρίσκεται κάπου στη μέση και ότι η στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης πρέπει να είναι «σπονδυλωτή». Η αποφυγή της μεγάλης αύξησης του πληθωρισμού θα επιτευχθεί με το προσεκτικό τύπωμα νομίσματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB) το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την κλιμακωτή ελάφρυνση του χρέους των πιο προβληματικών οικονομιών, μια έμμεση «επιδότηση» της πληρωμής των υποχρεώσεων, ώστε να αποφευχθεί και το οικονομικό σοκ της εκταμίευσης μεγάλων χρηματικών ποσών για την εκ νέου κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα.
Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να ελέγχεται κεντρικά από μηχανισμό που θα δημιουργηθεί, όχι για να θέσει υπό επιτροπεία τα κράτη, αλλά για να λειτουργήσει ως το πρόπλασμα ενός «Ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών», το οποίο θα αποτελέσει ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και θα στείλει ισχυρό μήνυμα προς τις αγορές στιβαρού πολιτικού ελέγχου της κατάστασης. Διαφορετικά, σε κίνδυνο θα τεθεί αυτή καθαυτή η επιβίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, με απρόβλεπτες συνέπειες για την ευρωπαϊκή άρα και την παγκόσμια ασφάλεια.
Εθνικά – ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία υπάρχουν προς αξιοποίηση με σκοπό την παραγωγή πλούτου που θα τροφοδοτήσει την αναστροφή της κατάστασης στην Ευρωζώνη. Χωρίς την κατ’ ανάγκη απώλεια εθνικού ελέγχου, η Ελλάδα θα μπορούσε να συνεισφέρει υδρογονάνθρακες και γη μεγάλης αξίας στο πλαίσιο πολλά υποσχόμενων ευρωπαϊκών επενδυτικών πρωτοβουλιών. Και πριν βιαστούν ορισμένοι να μιλήσουν για ξεπούλημα εθνικού πλούτου να θυμίσουμε ότι η επιτυχής αντιμετώπιση της κατάστασης μπορεί να συντελεστεί μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ από μόνη της, για παράδειγμα, η γη, δεν έχει αξία χωρίς τη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων εκτός Ευρωζώνης, ενώ και οι υδρογονάνθρακες άλλη αξία έχουν με τιμή πετρελαίου 30 δολάρια και άλλη με τιμή πετρελαίου 80 δολάρια.
Απαιτείται συστράτευση όλων των δυνάμεων της Ευρώπης για την επίλυση του προβλήματος, αλλιώς η καταστροφή θα πλήξει τους πάντες, αργότερα ή γρηγορότερα, ενώ πιθανή επιστροφή στους ενδοευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς περασμένων αιώνων, πολύ απλά θα μετατρέψει τους λιγότερο ισχυρούς σε απλά πιόνια στη σκακιέρα των μεγάλων δυνάμεων.
Και ο νοών νοείτω…
Το ιστορικό προηγούμενο το οποίο κατά πάσα βεβαιότητα αποτρέπει τους Γερμανούς από το να υιοθετήσουν τη λύση, είναι η περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επαχθείς όροι που επιβλήθηκαν στη Γερμανία και οι δυσβάσταχτες πολεμικές επανορθώσεις, οδήγησαν στη φημολογία ότι η χώρα σκοπίμως άφηνε το νόμισμά της, το μάρκο, να υποτιμάται συνεχώς, με σκοπό να πληθωρίσει το χρέος της. Αυτό, σύμφωνα με οικονομολόγους δεν είναι ακριβές, αφού είχε οριστεί ότι οι πληρωμές των πολεμικών επανορθώσεων θα γίνονταν με βάση την τιμή του χρυσού και όχι του μάρκου, ή εναλλακτικά σε ξένο νόμισμα όπως το δολάριο. Υπενθυμίζεται, ότι η Βρετανία που αντιλήφθηκε το πρόβλημα είχε προτείνει να δοθεί στη Γερμανία περίοδος χάριτος, με σκοπό να μπορέσει πρώτα να ανορθώσει την οικονομία της.
Αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των ιστορικών ότι ο τρομακτικός πληθωρισμός της περιόδου 1920-1923 και τα οικονομικά προβλήματα, συνέβαλαν τα μέγιστα στην άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών και του Χίτλερ στην εξουσία, άρα και σε όσα δραματικά ακολούθησαν. Κατά συνέπεια, οι τραυματικές ιστορικές μνήμες φαίνεται ότι επηρεάζουν τη γερμανική σκέψη καθοριστικά.
Οι διαφορές όμως είναι μεγάλες.
Η Γερμανία δεν βγαίνει από περιπέτεια σήμερα, αλλά αντιθέτως βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση, όντας ωφελημένη τα μέγιστα από την προβληματική σήμερα Ευρωζώνη. Επίσης, τα προβλήματα με τον πληθωρισμό στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μπορούν να αναζητηθούν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν και ο Κάιζερ αποφάσισε να αποσυνδέσει το μάρκο από τον χρυσό και να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο μέσω διεθνούς δανεισμού, ενώ αντίθετα η Γαλλία εισήγαγε φορολογία για τη χρηματοδότησή του. Η υποχώρηση για παράδειγμα του μάρκου έναντι του δολαρίου συνεχιζόταν καθόλη τη διάρκεια του Α’ ΠΠ για να συνεχιστεί και να κλιμακωθεί σοβαρά μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) η οποία τερμάτισε τον πόλεμο.
Στον αντίποδα, η Γερμανία έχει μείνει ουσιαστικά χωρίς επιλογές, αφού όλοι σχεδόν οι εταίροι της στην Ευρωζώνη, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, αντιμετωπίζουν προβλήματα με το έλλειμμα και το χρέος. Η Ισπανία δείχνει και επισήμως να αποτελεί τον επόμενο στόχο των κερδοσκοπικών πιέσεων, η Ιταλία βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση, ενώ και η Γαλλία έχει λάβει προειδοποιήσεις, ενώ αυξάνεται ανησυχητικά το κόστος δανεισμού της.
Οι Γερμανοί θα πρέπει να αποφασίσουν με γενναιότητα και το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον: τυχόν λανθασμένη απόφαση θα πλήξει νομοτελειακά και τους ίδιους, αφού τα προϊόντα τους, οι εξαγωγές τους, δεν θα πληγούν μόνο στην Ευρωζώνη. Από την κρίση θα πληγούν η Ινδία και η Κίνα, με αποτέλεσμα να γενικευθεί η κρίση και να συμπαρασύρει υγιείς και μη οικονομίες, προκαλώντας παγκόσμια κρίση.
Χωρίς να διαθέτουμε την εξειδικευμένη γνώση κάποιου διαπρεπούς οικονομολόγου, διαισθανόμαστε ότι η λύση βρίσκεται κάπου στη μέση και ότι η στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης πρέπει να είναι «σπονδυλωτή». Η αποφυγή της μεγάλης αύξησης του πληθωρισμού θα επιτευχθεί με το προσεκτικό τύπωμα νομίσματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB) το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την κλιμακωτή ελάφρυνση του χρέους των πιο προβληματικών οικονομιών, μια έμμεση «επιδότηση» της πληρωμής των υποχρεώσεων, ώστε να αποφευχθεί και το οικονομικό σοκ της εκταμίευσης μεγάλων χρηματικών ποσών για την εκ νέου κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα.
Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να ελέγχεται κεντρικά από μηχανισμό που θα δημιουργηθεί, όχι για να θέσει υπό επιτροπεία τα κράτη, αλλά για να λειτουργήσει ως το πρόπλασμα ενός «Ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών», το οποίο θα αποτελέσει ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και θα στείλει ισχυρό μήνυμα προς τις αγορές στιβαρού πολιτικού ελέγχου της κατάστασης. Διαφορετικά, σε κίνδυνο θα τεθεί αυτή καθαυτή η επιβίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, με απρόβλεπτες συνέπειες για την ευρωπαϊκή άρα και την παγκόσμια ασφάλεια.
Εθνικά – ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία υπάρχουν προς αξιοποίηση με σκοπό την παραγωγή πλούτου που θα τροφοδοτήσει την αναστροφή της κατάστασης στην Ευρωζώνη. Χωρίς την κατ’ ανάγκη απώλεια εθνικού ελέγχου, η Ελλάδα θα μπορούσε να συνεισφέρει υδρογονάνθρακες και γη μεγάλης αξίας στο πλαίσιο πολλά υποσχόμενων ευρωπαϊκών επενδυτικών πρωτοβουλιών. Και πριν βιαστούν ορισμένοι να μιλήσουν για ξεπούλημα εθνικού πλούτου να θυμίσουμε ότι η επιτυχής αντιμετώπιση της κατάστασης μπορεί να συντελεστεί μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ από μόνη της, για παράδειγμα, η γη, δεν έχει αξία χωρίς τη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων εκτός Ευρωζώνης, ενώ και οι υδρογονάνθρακες άλλη αξία έχουν με τιμή πετρελαίου 30 δολάρια και άλλη με τιμή πετρελαίου 80 δολάρια.
Απαιτείται συστράτευση όλων των δυνάμεων της Ευρώπης για την επίλυση του προβλήματος, αλλιώς η καταστροφή θα πλήξει τους πάντες, αργότερα ή γρηγορότερα, ενώ πιθανή επιστροφή στους ενδοευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς περασμένων αιώνων, πολύ απλά θα μετατρέψει τους λιγότερο ισχυρούς σε απλά πιόνια στη σκακιέρα των μεγάλων δυνάμεων.
Και ο νοών νοείτω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου