Κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του στο Ισραήλ ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Παναγιώτης Μπεγλίτης επισκέφθηκε δύο κρατικής ιδιοκτησίας ισραηλινές αμυντικές βιομηχανίες, τη Rafael Advanced Defense Systems Ltd. και την Israel Aerospace Industries (IAI) Ltd.
Οι επισκέψεις εντάσσονται στο πλαίσιο της βιομηχανικής συνεργασίας των δύο χωρών που αποτελεί προνομιακό τομέα της ευρύτερης στρατηγικής σχέσης που αναπτύσσεται.
Κύριο αντικείμενο των επαφών κατά την επίσκεψη του Υπουργού Εθνικής Άμυνας στη Rafael είναι η επί πολλά χρόνια εκκρεμούσα προμήθεια συστημάτων καθοδήγησης SPICE για βόμβες Mk-83 (1.000 λιβρών) και Mk-84 (2.000 λιβρών) για τα μαχητικά αεροσκάφη F-16 Fighting Falcon της Πολεμικής Αεροπορίας. Οι ελληνικές απαιτήσεις (με βάση τα στοιχεία του 2006) ανέρχονται σε 300 SPICE 1000 (για Mk-83) και 100 SPICE 2000 (για Mk. 84), συνολικού προϋπολογιζόμενου συνολικού κόστους περί τα 100 εκατ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι στις 8 Φεβρουαρίου η Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Επενδύσεων και Εξοπλισμών (ΓΔΑΕΕ) ακύρωσε τον ανοικτό διεθνή δημόσιο διαγωνισμό που είχε αρχικά προκηρυχτεί και στον οποίο είχε κατατεθεί μία μόνο εμπρόθεσμη προσφορά (Προσφορά υπ’ αριθ. 001) της εταιρείας Rafael Advanced Defense Systems Ltd. Πρόσφατα το σχετικό πρόγραμμα εγκρίθηκε από την Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής, βήμα απαραίτητο για την υλοποίηση του, και εκτιμάται ότι θα υλοποιηθεί μέσω διακρατικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών. Υπενθυμίζεται ότι η Rafael είναι ο οίκος ολοκλήρωσης του αντιαεροπορικού συστήματος SPYDER (η εμπορική του προώθηση στην Ευρώπη γίνεται σε συνεργασία με τη γερμανική Rheinmetall), το οποίο έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές στο Γενικό επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ).
Στην περίπτωση της IAI οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν σε τρεις τεχνολογικούς τομείς, στους οποίους θα διερευνηθούν οι δυνατότητες συνεργασίας με αντίστοιχες ελληνικές κρατικές βιομηχανίες:
-των μη επανδρωμένων συστημάτων αεροχημάτων (UAS: Unmanned Air Systems), όπου η IAI-MALAT θα συνεργαστεί με την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) ΑΕ, η οποία ως γνωστό συμμετέχει ως ισότιμος εταίρος στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα ανάπτυξης μη επανδρωμένου αεροχήματος μάχης (UCAV) Neuron. Υπενθυμίζεται ότι η IAI-MALAT έχει σχεδιάσει, αναπτύξει και εισαγάγει σε παραγωγή πληθώρα συστημάτων της κατηγορίας (οικογένειες Heron, Bird Eye και Panther, Mosquito, Searcher Mk. III, Hunter, κ.α.), που έχουν γνωρίσει σημαντική εμπορική επιτυχία παγκοσμίως. Μία άλλη εταιρία του ομίλου, η IAI-Tamam δραστηριοποιείται στη σχεδίαση, ανάπτυξη και παραγωγή ηλεκτρο-οπτικών φορτίων για UAS (όπως οι οικογένειες MOSP [Multi-Mission Optronic Stabilized Payload], POP, MINIPOP, MICROPOP).
-των ραντάρ, όπου η ΕΑΒ θα συνεργαστεί με την Elta Systems Ltd., εταιρία – μέλος του ομίλου IAI. Η Elta εκτός από τα ραντάρ (όπως π.χ. το EL/M-2080 «Green Pine»), δραστηριοποιείται επίσης στους τομείς πληροφοριών, επιτήρησης, πρόσκτησης στόχου και αναγνώρισης (ISTAR: Intelligence, Surveillance, Target Acquisition and Reconnaissance), έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου, εσωτερικής ασφάλειας (HLS: Homeland Security), αυτοπροστασίας και συστημάτων ελέγχου πυρός.
-των κατευθυνόμενων πυρομαχικών υψηλής ακρίβειας, και πιο συγκεκριμένα του LAHAT, σε συνεργασία με τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) ΑΕ. Υπενθυμίζεται ότι το LAHAT έχει πιστοποιηθεί για βολή από τα άρματα μάχης Leopard 2 και Leopard 1 που διαθέτει σε υπηρεσία ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ), ενώ έχει αναπτυχθεί και μία νέα ελαφριά έκδοση επίγειου τετραπλού εκτοξευτή (υφίσταται δυνατότητα τοποθέτησής του και επί ελαφρού ταχυπλόου), που μπορεί να επιτελέσει με υψηλή ακρίβεια και αποτελεσματικότητα αποστολές παράκτιας άμυνας (σήμερα ο ΕΣ χρησιμοποιεί τα μακρού βεληνεκούς, επίσης κατευθυνόμενα με λέιζερ Kornet-E, τα οποία έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικά σε αρχιπελαγικά περιβάλλοντα).
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι γενικά η στάση της ελληνικής πλευράς ήταν «συγκρατημένη» και απέφυγε να εμφανιστεί ως ο πολλά υποσχόμενος αγοραστής, σε μία αεροδιαστημική και αμυντική βιομηχανία που έχει πρώτιστα εξαγωγικό προσανατολισμό και είναι εξαιρετικά επιθετική στη διείσδυση σε νέες αγορές. Στους Ισραηλινούς κατέστη σαφές ότι αν και υφίσταται ισχυρή πρόθεση για συνεργασία στον βιομηχανικό τομέα η παρούσα δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας δεν επιτρέπει την υλοποίηση προγραμμάτων, γεγονός που έγινε αντιληπτό από την ισραηλινή πλευρά, η οποία προσάρμοσε τις εμπορικές επιθυμίες της στην πραγματικότητα. Αποφεύχθηκε έτσι το φαινόμενο πληθωρισμού εξοπλιστικών προγραμμάτων που αποτελούσε κυρίαρχο συστατικό (δες «ΣΙΓ», τεύχος 7, Σεπτέμβριος 2010) των συμφωνιών στρατιωτικής και τεχνικής συνεργασίας που υπογράφονταν μεταξύ των δύο χωρών. Με δεδομένη τη μεγάλη ποιοτική διαφορά μεταξύ της ελληνικής και ισραηλινής βιομηχανίας, το προαναφερόμενο πλαίσιο τοποθετούσε εξ ορισμού την ελληνική πλευρά στο ρόλο του «αγοραστή» και την ισραηλινή του «προμηθευτή». Καθώς δε κανένα από τα μείζονα προγράμματα που περιλαμβανόταν στον μακροσκελή κατάλογο ουδέποτε υλοποιήθηκε, αυτή η κατάσταση επηρέασε τις σχέσεις των δύο χωρών αρνητικά.
Φαίνεται όμως ότι η ελληνική πλευρά αντιλήφθηκε (και υπό το βάρος της πίεσης του οικονομικού παράγοντα) το αδιέξοδο αυτής της προσέγγισης και επιχείρησε την επανατοποθέτηση σε μία περισσότερο συνεργατική βάση. Στο πλαίσιο αυτό, αν δεν έχει ήδη προταθεί, θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η αξιοποίηση των ισχυρών δυνατοτήτων της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας σε σκάφη επιφανείας μεσαίου – μεγάλου εκτοπίσματος (κορβέτες – φρεγάτες), που πλέον αποτελούν τομέα ιδιαίτερου ισραηλινού επιχειρησιακού ενδιαφέροντος λόγω της έναρξης αξιοποίησης των υποθαλάσσιων πόρων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της μεσανατολικής χώρας. Η εδραίωση μίας αμφίδρομης βιομηχανικής συνεργασίας αποτελεί τη μόνη βιώσιμη επιλογή πλέον ενώ θα δράσει ευεργετικά στο γενικότερο πλέγμα των ελληνο-ισραηλινής στρατηγικής σχέσης.
Οι επισκέψεις εντάσσονται στο πλαίσιο της βιομηχανικής συνεργασίας των δύο χωρών που αποτελεί προνομιακό τομέα της ευρύτερης στρατηγικής σχέσης που αναπτύσσεται.
Κύριο αντικείμενο των επαφών κατά την επίσκεψη του Υπουργού Εθνικής Άμυνας στη Rafael είναι η επί πολλά χρόνια εκκρεμούσα προμήθεια συστημάτων καθοδήγησης SPICE για βόμβες Mk-83 (1.000 λιβρών) και Mk-84 (2.000 λιβρών) για τα μαχητικά αεροσκάφη F-16 Fighting Falcon της Πολεμικής Αεροπορίας. Οι ελληνικές απαιτήσεις (με βάση τα στοιχεία του 2006) ανέρχονται σε 300 SPICE 1000 (για Mk-83) και 100 SPICE 2000 (για Mk. 84), συνολικού προϋπολογιζόμενου συνολικού κόστους περί τα 100 εκατ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι στις 8 Φεβρουαρίου η Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Επενδύσεων και Εξοπλισμών (ΓΔΑΕΕ) ακύρωσε τον ανοικτό διεθνή δημόσιο διαγωνισμό που είχε αρχικά προκηρυχτεί και στον οποίο είχε κατατεθεί μία μόνο εμπρόθεσμη προσφορά (Προσφορά υπ’ αριθ. 001) της εταιρείας Rafael Advanced Defense Systems Ltd. Πρόσφατα το σχετικό πρόγραμμα εγκρίθηκε από την Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής, βήμα απαραίτητο για την υλοποίηση του, και εκτιμάται ότι θα υλοποιηθεί μέσω διακρατικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών. Υπενθυμίζεται ότι η Rafael είναι ο οίκος ολοκλήρωσης του αντιαεροπορικού συστήματος SPYDER (η εμπορική του προώθηση στην Ευρώπη γίνεται σε συνεργασία με τη γερμανική Rheinmetall), το οποίο έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές στο Γενικό επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ).
Στην περίπτωση της IAI οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν σε τρεις τεχνολογικούς τομείς, στους οποίους θα διερευνηθούν οι δυνατότητες συνεργασίας με αντίστοιχες ελληνικές κρατικές βιομηχανίες:
-των μη επανδρωμένων συστημάτων αεροχημάτων (UAS: Unmanned Air Systems), όπου η IAI-MALAT θα συνεργαστεί με την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) ΑΕ, η οποία ως γνωστό συμμετέχει ως ισότιμος εταίρος στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα ανάπτυξης μη επανδρωμένου αεροχήματος μάχης (UCAV) Neuron. Υπενθυμίζεται ότι η IAI-MALAT έχει σχεδιάσει, αναπτύξει και εισαγάγει σε παραγωγή πληθώρα συστημάτων της κατηγορίας (οικογένειες Heron, Bird Eye και Panther, Mosquito, Searcher Mk. III, Hunter, κ.α.), που έχουν γνωρίσει σημαντική εμπορική επιτυχία παγκοσμίως. Μία άλλη εταιρία του ομίλου, η IAI-Tamam δραστηριοποιείται στη σχεδίαση, ανάπτυξη και παραγωγή ηλεκτρο-οπτικών φορτίων για UAS (όπως οι οικογένειες MOSP [Multi-Mission Optronic Stabilized Payload], POP, MINIPOP, MICROPOP).
-των ραντάρ, όπου η ΕΑΒ θα συνεργαστεί με την Elta Systems Ltd., εταιρία – μέλος του ομίλου IAI. Η Elta εκτός από τα ραντάρ (όπως π.χ. το EL/M-2080 «Green Pine»), δραστηριοποιείται επίσης στους τομείς πληροφοριών, επιτήρησης, πρόσκτησης στόχου και αναγνώρισης (ISTAR: Intelligence, Surveillance, Target Acquisition and Reconnaissance), έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου, εσωτερικής ασφάλειας (HLS: Homeland Security), αυτοπροστασίας και συστημάτων ελέγχου πυρός.
-των κατευθυνόμενων πυρομαχικών υψηλής ακρίβειας, και πιο συγκεκριμένα του LAHAT, σε συνεργασία με τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) ΑΕ. Υπενθυμίζεται ότι το LAHAT έχει πιστοποιηθεί για βολή από τα άρματα μάχης Leopard 2 και Leopard 1 που διαθέτει σε υπηρεσία ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ), ενώ έχει αναπτυχθεί και μία νέα ελαφριά έκδοση επίγειου τετραπλού εκτοξευτή (υφίσταται δυνατότητα τοποθέτησής του και επί ελαφρού ταχυπλόου), που μπορεί να επιτελέσει με υψηλή ακρίβεια και αποτελεσματικότητα αποστολές παράκτιας άμυνας (σήμερα ο ΕΣ χρησιμοποιεί τα μακρού βεληνεκούς, επίσης κατευθυνόμενα με λέιζερ Kornet-E, τα οποία έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικά σε αρχιπελαγικά περιβάλλοντα).
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι γενικά η στάση της ελληνικής πλευράς ήταν «συγκρατημένη» και απέφυγε να εμφανιστεί ως ο πολλά υποσχόμενος αγοραστής, σε μία αεροδιαστημική και αμυντική βιομηχανία που έχει πρώτιστα εξαγωγικό προσανατολισμό και είναι εξαιρετικά επιθετική στη διείσδυση σε νέες αγορές. Στους Ισραηλινούς κατέστη σαφές ότι αν και υφίσταται ισχυρή πρόθεση για συνεργασία στον βιομηχανικό τομέα η παρούσα δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας δεν επιτρέπει την υλοποίηση προγραμμάτων, γεγονός που έγινε αντιληπτό από την ισραηλινή πλευρά, η οποία προσάρμοσε τις εμπορικές επιθυμίες της στην πραγματικότητα. Αποφεύχθηκε έτσι το φαινόμενο πληθωρισμού εξοπλιστικών προγραμμάτων που αποτελούσε κυρίαρχο συστατικό (δες «ΣΙΓ», τεύχος 7, Σεπτέμβριος 2010) των συμφωνιών στρατιωτικής και τεχνικής συνεργασίας που υπογράφονταν μεταξύ των δύο χωρών. Με δεδομένη τη μεγάλη ποιοτική διαφορά μεταξύ της ελληνικής και ισραηλινής βιομηχανίας, το προαναφερόμενο πλαίσιο τοποθετούσε εξ ορισμού την ελληνική πλευρά στο ρόλο του «αγοραστή» και την ισραηλινή του «προμηθευτή». Καθώς δε κανένα από τα μείζονα προγράμματα που περιλαμβανόταν στον μακροσκελή κατάλογο ουδέποτε υλοποιήθηκε, αυτή η κατάσταση επηρέασε τις σχέσεις των δύο χωρών αρνητικά.
Φαίνεται όμως ότι η ελληνική πλευρά αντιλήφθηκε (και υπό το βάρος της πίεσης του οικονομικού παράγοντα) το αδιέξοδο αυτής της προσέγγισης και επιχείρησε την επανατοποθέτηση σε μία περισσότερο συνεργατική βάση. Στο πλαίσιο αυτό, αν δεν έχει ήδη προταθεί, θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η αξιοποίηση των ισχυρών δυνατοτήτων της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας σε σκάφη επιφανείας μεσαίου – μεγάλου εκτοπίσματος (κορβέτες – φρεγάτες), που πλέον αποτελούν τομέα ιδιαίτερου ισραηλινού επιχειρησιακού ενδιαφέροντος λόγω της έναρξης αξιοποίησης των υποθαλάσσιων πόρων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της μεσανατολικής χώρας. Η εδραίωση μίας αμφίδρομης βιομηχανικής συνεργασίας αποτελεί τη μόνη βιώσιμη επιλογή πλέον ενώ θα δράσει ευεργετικά στο γενικότερο πλέγμα των ελληνο-ισραηλινής στρατηγικής σχέσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου